- παραβλητός
- η , ό[ν] сопоставимый, сравнимый;
παραβλητά στοιχεία — сопоставимые данные
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραβλητά στοιχεία — сопоставимые данные
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραβλητός — comparable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλητός — ή, ό / Α παραβλητός, όν, ΝΑ [παραβάλλω] αυτός που μπορεί να παραβληθεί, να συγκριθεί με άλλον … Dictionary of Greek
παραβλητά — παραβλητός comparable neut nom/voc/acc pl παραβλητά̱ , παραβλητός comparable fem nom/voc/acc dual παραβλητά̱ , παραβλητός comparable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλητόν — παραβλητός comparable masc acc sg παραβλητός comparable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλητικός — ή, όν, Α [παραβλητός] 1. αυτός που παραβάλλει, που συγκρίνει 2. γραμμ. συγκριτικός. επίρρ... παραβλητικῶς Α 1. συγκριτικά 2. παράλληλα … Dictionary of Greek